- ευδυσωπητος
- εὐδυσώπητοςεὐ-δῠσώπητος2легко робеющий, крайне застенчивый Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδυσώπητος — εὐδυσώπητος, ον (Α) 1. αυτός που ταράζεται, που σαστίζει εύκολα 2. ενδοτικός, υποχωρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυσ ωπητος (< δυσ ωπώ «φοβίζω, αναστατώνομαι, υποκύπτω σε παρακλήσεις»), πρβλ. α δυσ ώπητος] … Dictionary of Greek
εὐδυσώπητος — soon put out of countenance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδυσώπητον — εὐδυσώπητος soon put out of countenance masc/fem acc sg εὐδυσώπητος soon put out of countenance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδυσωπήτοις — εὐδυσώπητος soon put out of countenance masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)